τζίφος

τζίφος
ο, Ν
άγονη προσπάθεια, αποτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, < αραβ. zife, ενώ, κατ' άλλη, από το ψῆφος, που πήρε τη σημ. «μηδέν»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τζίφος — ο αποτυχία, χαμένος κόπος: Τζίφος η δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”